- μεσίτης
- (I)ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, -ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα)αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς δι' ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου», ΚΔ)νεοελλ.επαγγελματίας ο οποίος διαπραγματεύεται αγοραπωλησίες, μισθώσεις ή συνοικέσια («μεσίτης κτημάτων»)νεοελλ.-μσν.1. προξενητής2. απεσταλμένος, μαντατοφόροςμσν.βοηθός δικαστή2. μτφ. το μέσο ή ο τρόπος για να επιτύχει κάποιος κάτι3. αρωγός, προστάτηςαρχ.1. μεσεγγυητής2. θεματοφύλακας3. (για μέλος τού ανθρώπινου σώματος) αυτός που κατέχει τη μεσαία θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πορφυρ-ίτης, χρυσ-ίτης)].————————(II)οζωολ. κοινή ονομασία γερανόμορφων πτηνών τής οικογένειας mesitornithidae.
Dictionary of Greek. 2013.